- κοσκινιστής
- οθηλ. -ίστρα αυτός που κοσκινίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσκινιστής — ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α 1. αυτός που κοσκινίζει 2. το θηλ. η κοσκινίστρα πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
κοσκινίστρα — η βλ. κοσκινιστής … Dictionary of Greek
κοσκινευτής — κοσκινευτής, ὁ (Α) [κοσκινεύω] αυτός που κοσκινίζει, ο κοσκινιστής … Dictionary of Greek